άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ροδοζύμωτος — και ροδοζυμωμένος, η, ο, Ν ροδόχρωμος, σαν να είναι ζυμωμένος με ρόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + ζυμωτός / ζυμωμένος (< ζυμώνω), πρβλ. καλο ζύμωτος] … Dictionary of Greek
ροδοκόκκινος — η, ο, Ν αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, κόκκινος σαν τριαντάφυλλο, ροδόχρωμος («ροδοκόκκινα μάγουλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κόκκινος] … Dictionary of Greek
ροδόχρους — ουν / ῥοδόχρους, ουν, ΝΜΑ, και ροδόχροος, η, ο Ν, ῥοδόχροος, ον ΜΑ αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, ροδόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ερυθρό χρους] … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
φοινικόπτερος — (phoenicopterus). Γένος πτηνών της οικογένειας των φοινικοπτεριδών. Αριθμεί 6 είδη μεγαλόσωμων πουλιών με μικρό κεφάλι και λεπτό, μακρύ λαιμό. Ιδιόμορφη είναι η κατασκευή του ράμφους τους, που είναι μακρύτερο από το κεφάλι τους και σχηματίζει στη … Dictionary of Greek
ροδοζύμωτος, -η — ο και ροδοζυμωμένος, η, ο ο κατά κάποιον τρόπο ζυμωμένος με τριαντάφυλλα, ο ροδόχρωμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)